- νούρι
- τοόψη, θωριά.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Ιράκ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ιράκ Έκταση: 437.072 τ. χλμ. Πληθυσμός: 24.001.816 (2002) Πρωτεύουσα: Βαγδάτη (4.478.000 κάτ. το 1995)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με τη Συρία και την… … Dictionary of Greek
κωλονούρι — και κωλονόρι, το το κάτω άκρο τής σπονδυλικής στήλης, ο κόκκυγας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κωλο * + νούρι (< νουρά < την ουρά με απόσπαση τού ν ), πρβλ. μελα νούρι] … Dictionary of Greek
Νουριστανοί — και Νοθριστανοί ή Νούρι ή Καφίρ, οι λαός τού Αφγανιστάν που ζει στην ορεινή περιοχή Χιντού Κους … Dictionary of Greek
βαχαϊσμός ή βεχαϊσμός — Θρησκευτική κίνηση που εμφανίστηκε στα μέσα του 18ου αι. στην Αραβία, με σκοπό να αναμορφώσει την ισλαμική θρησκεία. Αρχηγός της ήταν ο Μπαχά Αλλάχ (Μιρζά Χουσαΐν Άλι Νούρι Μπαχά Αλλάχ), που ισχυριζόταν ότι ήταν απεσταλμένος του Θεού, αυτός… … Dictionary of Greek
Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… … Dictionary of Greek
nur — NUR, nuri, s.m. (pop. şi fam.) Calitate a unei femei de a atrage, de a plăcea (unei persoane de sex opus) prin farmecul, drăgălăşenia, graţia ei; p.ext. aspect atrăgător al unei femei; vino ncoace. – Din tc. nur. Trimis de bogdanrsb, 13.08.2004.… … Dicționar Român